Στις 25 Νοεμβρίου του 1966 ανήμερα της Αγίας Αικατερίνης, η 34χρονη Λίτσα από την πάτρα επισκέφτηκε στο νηπιαγωγείο την 5χρονη Καιτούλα, την κόρη του εραστή της. Η επίσκεψη της όμως δεν ήταν για καλό σκοπό ούτε για να ευχηθεί χρόνια πολλά. Είχε στο μυαλό της ένα διαβολικό σχέδιο που δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους. Ήθελε να εκδικηθεί τον πατέρα της Καιτούλας που είχε δώσει τέλος στο δεσμό τους.
Η Λίτσα όταν έμεινε μόνη της με την μικρή την πήρε μαζί της και την πήγε σε ένα κοντινό δασάκι. Η Καιτούλα ήξερε την Λίτσα και την αποκαλούσε <<θείτσα>> . Νόμιζε με το παιδικό και αθώο της μυαλό ότι πηγαίνουν μία μικρή βόλτα... Όταν έφτασαν στο δασάκι η γυναίκα πέταξε το πεντάχρονο κοριτσάκι σε μία λακκούβα και το πάτησε στην κοιλιά. Στην συνέχεια το έπιασε από τον λαιμό και το έσφιξε με όλη της την δύναμη... Το κοριτσάκι εκείνη την στιγμή άφησε την τελευταία της πνοή. Μετά κάλυψε το πτώμα με χαμόκλαδα, έπλυνε τα χέρια της και πήγε στην αστυνομία για να ομολογήσει το φρικτό έγκλημα της.
Η Γιαννοπούλου διατηρούσε δεσμό με τον πατέρα της Καιτούλας, τον Βασίλη. Παρά το ότι ο Βασίλης ήταν παντρεμένος και πατέρας τεσσάρων παιδιών. Όταν έλειπε η σύζυγος την καλούσε σπίτι. Τα παιδιά του την είχαν γνωρίσει σαν <<θείτσα>>. Η Γιαννοπούλου τον είχε συστήσει στον πατέρα της σαν αρραβωνιαστικό της, κάτι που είχε κάνει και με τον προηγούμενο σύντροφο της. Όταν αποκαλύφθηκε το έγκλημα ξεσηκώθηκε όλη η Ελλάδα. Στην τοπική κοινωνία η δολοφόνος ήταν γνωστή αφού στο παρελθόν προσπάθησε να τυφλώσει με βιτριόλι άλλον εραστή της. Η επικίνδυνη συμπεριφορά της έκανε τον Βασίλη να της πει να διακόψουν την σχέση της. Η απόρριψη αυτή εξαγρίωσε την Γιαννοπούλου γιατί κατά την γνώμη της κανείς άντρας δεν την είχε εγκαταλείψει.

Η γυναίκα του δήλωσε ότι έμαθε για την παράνομη σχέση του, μετά από λίγο καιρό, αλλά δεν μάλωσε μαζί του γιατί κατά την γνώμη της ήταν άντρας και θα έκανε ότι ήθελε. Αυτή η δήλωση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στο δικαστήριο. Όλοι περίμεναν την κατάθεση της κατηγορούμενης. Η ίδια δήλωσε ότι πάσχει από αμνησία και δεν θυμάται τι είχε κάνει το κοριτσάκι. Ισχυρίστηκε ότι στην αρχική κατάθεση της δεν είπε τίποτα. Ο αστυνόμος τα έλεγε και ο συνάδελφος του τα έγραφε. Συμπαθούσε πολύ τα παιδιά του και προσπάθησε να συγκινήσει το ακροατήριο με κλάματα και συναισθηματικές εκρήξεις. Για την σχέση της με τον Βασίλη είπε ότι ήταν αυτή το θύμα. Τον πρόσεχε, του έδινε χρήματα και του έκανε όλες τις χάρες σε αντίθεση με εκείνον που δεν της φερόταν καθόλου καλά. Την είχε αφήσει έγκυο και μετά της ζήτησε να ρίξει το παιδί. Την ημέρα του φόνου την αποκάλεσε " παλιογυναίκα" , γεγονός που την έκανε να θολώσει.